- υαλογράφος
- ο1) стеклограф; 2) стеклографист; 3) витражист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υαλογράφος — ο, Ν 1. τεχνίτης ειδικευμένος στην υαλογραφία 2. όργανο κατάλληλο για τη σχεδίαση ή τη μεταφορά σχεδίων πάνω σε γυαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + γράφος*] … Dictionary of Greek
υαλογράφος — ο 1. τεχνίτης ειδικός στην υαλογραφία (βλ. λ.), ο κατασκευαστής υαλογραφημάτων. 2. όργανο για τη σχεδίαση και τη μεταφορά σχεδίων στο γυαλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
υαλογραφία — και υελογραφία, η, Ν [υαλογράφος] 1. η τέχνη τής συνθέσεως υαλογραφημάτων 2. το υαλογράφημα 3. διακόσμηση γυάλινων και κεραμεικών αντικειμένων με χρώματα … Dictionary of Greek
υαλογραφώ — Ν [υαλογράφος] φιλοτεχνώ υαλογραφήματα, διακοσμώ μια επιφάνεια με υαλογραφία … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek